- επινοητικός
- -ή, -ό (Α ἐπινοητικός, -ή, -όν) [επινοώ]αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί, ο εφευρετικός, ο πολυμήχανοςαρχ.(για είδωλο) αυτός που σχηματίζεται στον νου.επίρρ...επινοητικά (Α ἐπινοητικῶς)κατ’ επινόηση, εφευρετικά.
Dictionary of Greek. 2013.