επινοητικός

επινοητικός
-ή, -ό (Α ἐπινοητικός, -ή, -όν) [επινοώ]
αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί, ο εφευρετικός, ο πολυμήχανος
αρχ.
(για είδωλο) αυτός που σχηματίζεται στον νου.
επίρρ...
επινοητικά (Α ἐπινοητικῶς)
κατ’ επινόηση, εφευρετικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπινοητικός — inventive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επινοητικός — ή, ό επίρρ. ά που έχει την ικανότητα να επινοεί, που εύκολα επινοεί, εφευρετικός, πολυμήχανος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπινοητικά — ἐπινοητικός inventive neut nom/voc/acc pl ἐπινοητικά̱ , ἐπινοητικός inventive fem nom/voc/acc dual ἐπινοητικά̱ , ἐπινοητικός inventive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοητικόν — ἐπινοητικός inventive masc acc sg ἐπινοητικός inventive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοητικοῖς — ἐπινοητικός inventive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοητικοί — ἐπινοητικός inventive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοητικούς — ἐπινοητικός inventive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοητικῆς — ἐπινοητικός inventive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοητική — ἐπινοητικός inventive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοητικήν — ἐπινοητικός inventive fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”